Λάντογκα — (Ladoga, ρωσ. Ladozhskoye Ozero). Λίμνη (18.390 τ. χλμ.) στο βορειοδυτικό τμήμα της Ρωσίας, κοντά στην Αγία Πετρούπολη και στον Φινικό κόλπο. Είναι η μεγαλύτερη σε επιφάνεια λίμνη της Ευρώπης· έχει μέγιστο μήκος 208 χλμ., μέγιστο πλάτος 126 χλμ … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Μωαβίτες — Αρχαίος λαός εγκαταστημένος στο έδαφος του Μωάβ, ανατολικά της Νεκράς Θάλασσας. Συγγενείς από εθνολογική και γλωσσολογική άποψη με τους Εβραίους, ήρθαν σε σύγκρουση μ’ αυτούς από την εποχή της κατάκτησης της Παλαιστίνης: περίφημο είναι το βιβλικό … Dictionary of Greek
ονολάτρες — Χαρακτηρισμός τον οποίο δίνανε οι εθνικοί στους Εβραίους. Τον ίδιο χαρακτηρισμό δίνανε αργότερα και στους χριστιανούς. Σε μουσείο της Ρώμης υπάρχει τοιχογραφία, που παρουσιάζει έναν στρατιώτη σε λατρευτική στάση μπροστά σε ένα σταυρωμένο γάιδαρο… … Dictionary of Greek
ВАЛААМ — [евр. , ; греч. Βαλαάμ], языческий провидец и прорицатель, благословивший народ Израиля и предсказавший приход Мессии. В Числ 24. 3, 15 он описывается как «муж с открытым оком... слышащий слова Божии, который видит видения Всемогущего; падает, но … Православная энциклопедия